Ομιλία Σπύρου Σκιαδαρέση επί τη εορτή της 25ης Μαρτίου 1821

Την Κυριακή 24 Μαρτίου 2019 ο κ. Σκιαδαρέσης ήταν κεντρικόςομιλητήςστηνεπετειακή εκδήλωση – αναπαράσταση της Ορκωμοσίας των Αγωνιστών του 1821 στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Την ευθύνη της εκδήλωσης είχε ο Σύλλογος “ΜΟΡΑΪΤΕΣ ΕΝ ΧΟΡΩ” την οποία διοργάνωσε για δεύτερη συνεχή χρονιά. Πλήθος κόσμου παρακολούθησε την αναπαράσταση εν μέσω ένθερμων χειροκροτημάτων. Στο τέλος της εκδήλωσης τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση και ακολούθησε κατάθεση στεφάνων στο εκεί μνημείο.

Η ομιλία του κ. Σκιαδαρέση:

Χρέος απαράβατο όλων των Ελλήνων αποτελεί η διατήρηση της ιστορικής μνήμης και επετείους, όπως η 25η Μαρτίου 1821, πρέπει να την ατενίζουν με σεβασμό. Γιατί η επανάσταση του ’21 είναι για εμάς τους Έλληνες το μεγάλο ιστορικό γεγονός, που άνοιξε τον δρόμο και οδήγησε το έθνος μας στην ελευθερία.

Βρισκόμαστε μόλις μία ημέρα προ της εορτής της επετείου της εθνικής παλιγγενεσίας και καθήκον όλων μας είναι να τιμούμε τους αγώνες των προγόνων μας για την ελευθερία της πατρίδας και του έθνους μας ολόκληρου. Μιας επετείου η οποία συμπίπτει με την Θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Εορτή την οποία επέλεξαν οι «πρωταγωνιστές» του Αγώνα, όχι τυχαία βέβαια. Με σημειολογική αλλά και ουσιαστική συνάμα σημασία. Όπως το χαρμόσυνο άγγελμα του Αρχαγγέλου στην Θεοτόκο ήταν η αρχή της δεύτερης φάσης του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, έτσι και η έναρξη της Επαναστάσεως την ημέρα του Ευ-αγγελισμού της Θεοτόκου, ήταν η χαρμόσυνη και ταυτόχρονα τονωτική «είδηση» όλου του υπόδουλου Ελληνισμού, για τον ξεσηκωμό. Να αποτινάξουν τον βαρύ ζυγό τεσσάρων αιώνων ανέλαβαν όλοι οι Έλληνες όλων των γεωγραφικών διαμερισμάτων και όλων των κατηγοριών.

Ο «σεισμός» της 29ης Μαΐου του 1453 που επέφερε ο Πορθητής ήταν καταστροφικός με αποτέλεσμα να καταστήσει την ΝΑ Ευρώπη Ασιατική επαρχία με οδυνηρές συνέπειες, αυτοανακηρυσσόμενος κληρονόμος της υποτεταγμένης Ορθόδοξης Ανατολής και απειλώντας ολόκληρη την Ευρώπη.

Ο Πορθητής έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην υποταγή της Πελοποννήσου, αυτού του δυναμικού τόπου, με αποτέλεσμα το 1460 να περιέλθει οριστικά η χώρα μας στα χέρια του. Οι τέσσερεις αιώνες όμως «σκλαβιάς και φυλακής» του έθνους μας δεν το έκαμψαν. Τουναντίον η ελληνική ψυχή άντεξε με σθένος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δεύτερο παράδειγμα λαού με τέτοια αντοχή στην παγκόσμια ιστορία.

Είμαστε όλοι εδώ σήμερα σε αυτό ακριβώς το σημείο, που ιστορικά έχει μεγάλη σημασία για τον τόπο μας, την πόλη μας, τον νομό μας, την πατρίδα μας. Είμαστε εδώ όλοι με ευλάβεια, για να θυμηθούμε και να διδαχθούμε από τον ηρωισμό των προγόνων μας.

Τον Φεβρουάριο του 1821 επρόκειτο να λάβει χώρα στο Μέγα Σπήλαιο των Καλαβρύτων η Συνέλευση των Φιλικών της Πελοποννήσου. Μεταξύ αυτών ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος, ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Ζαΐμης κ.ά. Η άφιξη του Παπαφλέσσα προκάλεσε την επίσπευση της συνέλευσης και την αλλαγή του τόπου της συγκέντρωσης. Για λόγους ασφαλείας επιλέχθηκε η οικία του Ανδρέα Λόντου στην Βοστίτσα (το σημερινό Αίγιο). Για να μην γεννηθούν υποψίες στους Τούρκους, διαδόθηκε ότι οι αρχιερείς συγκεντρώθηκαν στην Βοστίτσα για να λύσουν τις διαφορές που προκλήθηκαν μεταξύ της Μονής των Ταξιαρχών και του Μεγάλου Σπηλαίου κατά την οριοθέτηση των κτημάτων τους.[1]

Ο πραγματικός σκοπός της συσκέψεως αυτής, όπου κυριάρχησε ο ενθουσιασμός αλλά και ο δισταγμός ήταν να εξακριβώσουν τελικώς οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι από τον απεσταλμένο της «Σεβαστής Αρχής» Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, Γραμματέα του Ρωσικού Προξενείου των Πατρών, τους σκοπούς της εν Ελλάδι αφίξεώς του. Η Σύσκεψη στην Βοστίτσα διήρκησε τέσσερεις ημέρες και έλαβαν χώρα πέντε συναντήσεις. Συζητήθηκαν όλες οι λεπτομέρειες για την έναρξη του Αγώνα με τους Παπαφλέσσα και Παλαιών Πατρών Γερμανό να έχουν τον πρώτο λόγο μεταξύ όλων των υπολοίπων (Ζαϊμη, Φωτήλα, Δεληγιάννη, Λόντου, Θεοχαρόπουλου κ.λπ.). Ως προς την ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης συμφώνησαν ότι εκτός από την 25η Μαρτίου ιδανικές ημερομηνίες ήταν και οι: 23η Απριλίου του Αγίου Γεωργίου ή το αργότερο η 21η Μαΐου, εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η αναβλητικότητα όμως των περισσοτέρων μελών της συνελεύσεως ως προς το πότε έπρεπε να ξεκινήσει η Επανάσταση, είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Παπαφλέσσα μετά το πέρας των συσκέψεων με έντονο προβληματισμό και πικρία. Οι φλογεροί λόγοι του όμως, όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν αποδώσει «καρπούς» και είχαν ήδη ξεσηκώσει τις ελληνικές καρδιές πανέτοιμες να δεχθούν το μήνυμα της εξέγερσης.

Το διάστημα που ακολούθησε, οι ζυμώσεις μεταξύ των αρχιερέων που έλαβαν μέρος στις συναντήσεις της Βοστίτσας αλλά και των λοιπών οπλαρχηγών, κυρίως δε των Παλαιών Πατρών Γερμανού και Παπαφλέσσα, υπήρξαν καθοριστικές για την έναρξη του Αγώνα. Τα Καλάβρυτα ήταν τότε το κέντρο των συζητήσεων. Τα Μαζέϊκα, η Κερπινή, τα Νεζερά, η Ζαρούχλα, τα Βούρα (σημερινό Διακοφτό) είναι πλέον τα στρατηγεία των Αγωνιστών. Όλοι περιμένουν το «κάλεσμα» για τον ξεσηκωμό. Από τις 14 έως τις 20 Μαρτίου υπήρξαν μεμονωμένες επιθέσεις εναντίον των Τούρκων στην επαρχία των Καλαβρύτων, προσθέτοντας μεγάλη ένταση στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα και αποτέλεσαν τον σπινθήρα για την έναρξη της Επανάστασης στην περιοχή. Τα γεγονότα αυτά έγιναν αμέσως γνωστά στους Τούρκους κατακτητές με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή για την φυλάκιση των ομήρων έως τότε Αρχιερέων και προκρίτων στην Τριπολιτσά. Παράλληλα πολλοί Έλληνες φρόντιζαν να ασφαλίζουν τις οικογένειές τους σε ορεινά κρησφύγετα και όσοι μπορούσαν μακριά από την Πελοπόννησο. Πολλοί δε Πατρινοί, άρχισαν να φυγαδεύουν τις οικογένειές τους στα Επτάνησα.

Η έναρξη της Επανάστασης δεν πραγματοποιήθηκε σε μια μόνο ημέρα, ούτε συγχρόνως σε όλες τις περιοχές, αν και είχε ορισθεί ως ημέρα γενικής εξέγερσης η 25η Μαρτίου. Στις 21 Μαρτίου συγκεντρώθηκαν στα Καλάβρυτα 600 ένοπλοι αγωνιστές. Με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Φωτήλα, τον Θεοχαρόπουλο, τους Πετμεζαίους και άλλους, επιτέθηκαν στους Τούρκους των Καλαβρύτων που είχαν καταφύγει στους πύργους. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιχείρηση του Αγώνα. Εκείνη την περίοδο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κρυβόταν στα Νεζερά, όπως και άλλοι αρχιερείς και πρόκριτοι οι οποίοι κατέφυγαν σε απόκρημνα χωριά.

Αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στα Καλάβρυτα που γενικεύτηκε στις 21 Μαρτίου του 1821 με την κατάληψη της πόλης, άρχισε να εκδηλώνεται ένας έντονος αναβρασμός στην πόλη της Πάτρας με απειλές κατά των Ελλήνων. Την ίδια μέρα (21 Μαρτίου) κατά τον Τρικούπη, κατ’ άλλους στις 23 Μαρτίου, Τούρκοι εξαγριωμένοι, αφού μετέφεραν την προηγουμένη τις οικογένειές τους στο κάστρο της πόλης και ενισχυόμενοι από 150 ομοεθνείς τους από το φρούριο του Ρίου, ξεχύθηκαν στην πόλη βάζοντας φωτιές και τρομοκρατώντας τον ελληνικό πληθυσμό. Ταυτόχρονα τα κανόνια του κάστρου άρχισαν να βάλλουν κατά του μητροπολιτικού ναού και άλλων σημείων της Άνω πόλης με αποτέλεσμα ν’ ακολουθήσει χάος.

Ο άμαχος πληθυσμός, κυρίως γυναικόπαιδα, έτρεχε στην «Ντογάνα» (Τελωνείο) μπαίνοντας στην θάλασσα και ζητώντας να σωθεί από τα ελλιμενισμένα εκεί πλοία. Την επόμενη μέρα οι Τούρκοι βρέθηκαν όλοι συγκεντρωμένοι στο κάστρο της Πάτρας απ’ όπου κανονιοβολούσαν την πόλη. Σύντομα, οι σημαντικοί Αχαιοί της γύρω περιοχής άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη με όσους οπλοφόρους μπόρεσε να συγκεντρώσει ο καθένας. Πρώτος εισήλθε περί το μεσημέρι ο Παπαδιαμαντόπουλος και μετά από αυτόν ο Ανδρέας Λόντος με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό. Κατά τον Τρικούπη την ίδια ημέρα εισήλθαν στην Πάτρα και ο Π. Πατρών Γερμανός, ο επίσκοπος Κερνίτσης (Καλαβρύτων), ο Ζαΐμης και ο Ρούφος, ακολουθούμενοι από πλήθος οπλοφόρων και ροπαλοφόρων. Με την είσοδό τους οι Πατρινοί και άλλοι Έλληνες ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό «Ζήτω η ελευθερία, ζήτωσαν οι αρχηγοί, και εις την Πόλιν να δώση ο Θεός».[2] Στο μεταξύ ο Νικόλαος Λόντος κάλεσε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που ήταν στα Καλάβρυτα,[3] καθώς και όλους τους οπλαρχηγούς της περιοχής, να σπεύσουν με τις ομάδες τους προς βοήθεια των Πατρινών. Έτσι τις ημέρες που ακολούθησαν άρχισαν να συρρέουν στην Πάτρα οπλισμένοι χωρικοί με τους αρχηγούς τους και να παίρνουν μέρος στον Αγώνα της πολιορκίας του Κάστρου.

Την επομένη των παραπάνω γεγονότων (στις 22 Μαρτίου, κατ’ άλλους στις 24-25 Μαρτίου) κατέφθασαν στην Πάτρα οι πρόκριτοι με τις ομάδες τους, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Ανδρέας Λόντος, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο Επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιος και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, επικεφαλής πολυάριθμων επαναστατών, περίπου 1.000, όπου και ο τελευταίος, στήνοντας έναν σταυρό στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, όρκισε τους παραπάνω αγωνιστές. Στο τέλος της τελετής εκείνης ακούσθηκαν οι ζητωκραυγές «Ελευθερία ή Θάνατος» καθώς «Και στην Πόλη να δώσει ο Θεός».

Παράλληλα με την γενικά επικρατούσα έως τώρα άποψη για την έναρξη του Αγώνα από την Αγία Λαύρα των Καλαβρύτων, η ιστορική αλήθεια επιβεβαιώνει ότι: η ορκωμοσία των επαναστατών πραγματοποιήθηκε και στην πλατεία Αγίου Γεωργίου! Δηλαδή στο σημείο ακριβώς που βρισκόμαστε εμείς εδώ σήμερα. 198 χρόνια πριν σε αυτό εδώ το σημείο, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός όρκισε τους Αγωνιστές ενώπιον της πρώτης ελληνικής επαναστατικής σημαίας. Της κόκκινης με μαύρο σταυρό στην μέση.

Το «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθώμεν» στην Αγία Λαύρα κατά τον θρύλο ή όπου αλλού επί ελληνικού εδάφους, ήταν ήδη «πιστεύω» των Ελλήνων. Σύμφωνα με πηγές της εποχής, η εν λόγω ορκωμοσία έγινε την 25η Μαρτίου του 1821 (όπως είχε οριστεί από την Φιλική Εταιρεία) στην Μονή της Αγίας Λαύρας, ωστόσο οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η ορκωμοσία στην Αγία Λαύρα είναι μεν πραγματικό γεγονός, αλλά πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, μάλλον στις 17 Μαρτίου 1821.

Ούτως ή άλλως, αν και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, το βέβαιο είναι ότι η έναρξη της Επανάστασης πραγματοποιήθηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδος, είτε στην Αγία Λαύρα, είτε εδώ ακριβώς στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, με έναν και μοναδικό στόχο: την ελευθερία. Το πίστευαν όλοι! Πίστευαν στις δυνάμεις τους και στην βοήθεια του Θεού. Άλλωστε ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης είπε:

«Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω!».

Βρισκόμαστε λοιπόν εδώ σήμερα, για να θυμηθούμε την κληρονομιά μας. Να διαφυλάξουμε την ιστορία μας. Τα μνημεία μας. Να παραδειγματιστούμε από την αποφασιστικότητα του Παπαφλέσσα, του Παλαιών Πατρών Γερμανού, του Κολοκοτρώνη, της Μπουμπουλίνας, του Κανάρη, του Μιαούλη. Δεν έμειναν στο «θα κάνουμε» Επανάσταση, αλλά προχώρησαν στο «κάνουμε» Επανάσταση.

Το αίμα τους έβαψε τον τόπο μας, την Ελλάδα μας, την πατρίδα μας. Το αίμα τους μας έδωσε την ελευθερία, υψώνοντας με τιμή την γαλανόλευκη παντού. Σε  βωμούς και ολοκαυτώματα, «γνωρίζοντάς» την «ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή
». «Γνωρίζοντάς» την «ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βιά μετράει τὴν γῆ. Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
».


[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «Η σύσκεψη της Βοστίτσας», Εκδ. Αθηνών, Αθήνα 1975, ΙΒ΄ Τόμος, σελ.77-78.

[2] Τρικούπης Σπ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδ. 1853, σ. 79 κ.ε.

[3] Γ. Βαλέτας (εκδότης) (1962), Δημητρίου Αινιάνος Άπαντα Απομνημονεύματα Καραϊσκάκη και άλλων αγωνιστών, Εκδόσεις «Ο.Ε.Ε. Άτλας», Αθήνα 1962, σελ. 370, 371. «Οι κατά τας Πάτρας κατοικούντες Οθωμανοί βλέποντες επιβαρυνόμενον πανταχόθεν τον πολιτικόν ορίζοντα και θέλοντες να ασφαλισθώσιν απέναντι της επαπειλουμένης καταιγίδος, μετέφερον τας οικογενείας αυτών εις το φρούριον …. Το βίαιον τούτο μέτρον των Τούρκων (δηλ. πυρπόληση οικιών) έδωκεν εις όλους τους χριστιανούς κατοίκους να εννοήσωσιν εις όν ευρίσκονται κίνδυνον, και… επεκαλέσθησαν διά του εκεί έτι διαμένοντος ιεράρχου αυτών (εννοεί τον Π.Π.Γ.) την σύμπραξιν των Καλαβρυτινών, διά να διασώσωσι τας οικογενείας των… Ο Γερμανός… έσπευσε να δράμη εις βοήθειαν, επικαλεσθείς την συνδρομήν των Καλαβρυτινών, οίτινες συνηκολούθησαν προθύμως αυτόν… και συγκαλέσας εις πολιορκίαν της πόλεως (δηλ. της Πάτρας)…».

This entry was posted in Δελτία Τύπου. Bookmark the permalink.